Τουρκαλβανός

Τουρκαλβανός
ο, θηλ. Τουρκαλβανίδα, Ν
Αλβανός που έχει ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Αλβανός. Η λ., στον πληθ. Τουρκαλβανοί, μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σούλφης — Τουρκαλβανός στον οποίο ανέθεσαν οι Τούρκοι τη δολοφονία του ονομαστού κλέφτη Ζαχαριά. Ο Σ. ανέλαβε να φέρει σε πέρας την αποστολή του με τη βοήθεια κάποιου Μουσταφά. Αλλ’ ο Ζαχαριάς, που πληροφορήθηκε το γεγονός, όταν οι δύο επίδοξοι δολοφόνοι… …   Dictionary of Greek

  • Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… …   Dictionary of Greek

  • Τουρκαρβανίτης — ο, θηλ. Τουρκαρβανίτισσα, Ν Τουρκαλβανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Αρβανίτης] …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς Μετούσης — (18ος–19ος αι.).Τουρκαλβανός που ζούσε στο Ναύπλιο στα χρόνια της Επανάστασης και πήρε μέρος στην παράδοση της πόλης. Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Νοεμβρίου 1822, οι Στ. Σταϊκόπουλος και Ν. Μοσχονησιώτης, οι οποίοι με εντολή του Θεόδωρου… …   Dictionary of Greek

  • Αληπασιάς — Τίτλος επικού ποιήματος 15 χιλιάδων δεκαπεντασύλλαβων στίχων, που πρέπει να γράφτηκε την πρώτη δεκαπενταετία του 19ου αι. Το ποίημα δημοσίευσε αποσπασματικά ο Κ. Σάθας στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (1869) και, σχεδόν ολόκληρο, στο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Πλιάσας, Ισμαήλ πασάς — (1780 – 1832). Τουρκαλβανός φύλαρχος της Λιαπουριάς και στρατηγός. Πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Σερβίας και συνεργάστηκε με τον Αλή πασά για την ειρήνευση της Αλβανίας. Με το αξίωμα του πασά πολέμησε εναντίον των Σουλιωτών το 1821 και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”